- πλινθῖτις
- πλινθ-ῖτις, ιδος, ἡ, a kind of στυπτηρία, Gal.12.237.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθῖτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος. + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κεραμ ίτις), πιθ. λόγω τού σχήματός της] … Dictionary of Greek
BOLITES Lapis — genus aluminis a figura dictum, quod haberet Βώλου, h. e. glebae figuram; πλινθῖτις quoque Galeno, nam πλίνθου, i. e. latercule et glebae figura eadem. Glossae, cespes, χορτόπλενθος, Eius florem alumen scbiston appellatum esse, vult Dioscorides.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πλινθίτιδος — πλινθί̱τιδος , πλινθῖτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)